Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγκωνισμός — ἀγκωνισμός, ο (Μ) (για εκβολή ποταμού) καμπή, μυχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκωνίζω < ἀγκών] … Dictionary of Greek